- νηματόμετρο
- τοόργανο με το οποίο γίνεται η μέτρηση τού αριθμού τών νημάτων υφάσματος, αλλ. κλωστόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.